μεγίστην

μεγίστην
μέγας
big
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalos de milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalès de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Thalês — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • Θαλης — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance …   Wikipédia en Français

  • вьсеславьныи — (3*) пр. Всеми почитаемый, прославляемый: приспе инъ празднікъ… всеч(с)тьны˫а и всеславны˫а рѹкы. принесены˫а въ ц(с)рьскыи градъ. [евангелистом Лукой] ПрЛ XIII, 124а; тѣмь ѹбо. добродѣтелны˫а ѥго ра(д) и смереномѹдрьствиѥмь всеславныи и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εναποδείκνυμαι — ἐναποδείκνυμαι (Α) (το ενεργ. ἐναποδείκνυμι σπάνιο) 1. επιδεικνύω κάτι, εκδηλώνω ορισμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον («τούτοις τήν μεγίστην οικειότητα ἐναπεδείξαντο», Πολύβ.) 2. αναδεικνύομαι μεταξύ άλλων, διακρίνομαι («οὐδένες ἐόντες ἐν… …   Dictionary of Greek

  • κάλη — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 1.684 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 18 χλμ. ΒΑ της Έδεσσας. Αποτελεί έδρα του δήμου Μενηίδος. * * * κάλη, ἡ (Μ) ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην… …   Dictionary of Greek

  • νειλώος — νειλῷος, ῴα, ον (ΑΜ, Α ανώμ. θηλ. νειλωΐς, ΐδος) [Νείλος] αυτός που προέρχεται από τον Νείλο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νειλῷα εορτή τών Αιγυπτίων κατά την πλημμύρα τού Νείλου («καὶ γὰρ πως συνέπεσε καὶ τὰ Νειλῷα τότε, τὴν μεγίστην παρ… …   Dictionary of Greek

  • ολοτρίγυρα — επίρρ. από όλα τα μέρη, ολόγυρα («από τριγμούς γεμίζουν ολοτρίγυρα μεγίστην πεδιάδα», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + τριγύρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”